Ἠπείρω

Ἠπείρω
Ἤπειρος
masc nom/voc/acc dual
Ἤπειρος
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ηπειρώ — ἠπειρῶ, όω (Α) [ήπειρος] 1. μεταβάλλω σε ήπειρο, σε ξηρά («ἠπείρους ἐθαλάττωσαν και θαλάττας ἠπείρωσαν», Αριστοτ.) 2. παθ. ἠπειροῡμαι, όομαι γίνομαι ήπειρος, ενώνομαι με τη στεριά («καί εἰσι τῶν νήσων, αἵ ἠπείρωνται», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • ἠπείρω — ἀπειρόω multiply to infinity imperf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἤπειρος terra firma fem nom/voc/acc dual ἤπειρος terra firma fem gen sg (doric aeolic) ἠπειρόω to make into mainland imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἠπειρόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἠπείρῳ — Ἤπειρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπείρῳ — ἤπειρος terra firma fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπειρωτίδων — ἠπειρω̱τίδων , ἠπειρώτης landsman fem gen pl ἠπειρῶτις landsman fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπειρώτιδα — ἠπειρώ̱τιδα , ἠπειρώτης landsman fem acc sg ἠπειρῶτις landsman fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπειρώτιδας — ἠπειρώ̱τιδας , ἠπειρώτης landsman fem acc pl ἠπειρῶτις landsman fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπειρώτιδες — ἠπειρώ̱τιδες , ἠπειρώτης landsman fem nom/voc pl ἠπειρῶτις landsman fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπειρώτιδι — ἠπειρώ̱τιδι , ἠπειρώτης landsman fem dat sg ἠπειρῶτις landsman fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπειρώτιδος — ἠπειρώ̱τιδος , ἠπειρώτης landsman fem gen sg ἠπειρῶτις landsman fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”